- απόβλητα
- Ουσίες οι οποίες αποβάλλονται στο περιβάλλον ως άχρηστα προϊόντα μιας διεργασίας. Επομένως, α. αποκαλούνται όλες οι θεωρούμενες άχρηστες ουσίες που προέρχονται από τις λειτουργίες των οργανισμών αλλά και από τις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες του ανθρώπου (γεωργία, κτηνοτροφία, βιομηχανία κλπ.). Πρέπει ωστόσο, να ληφθεί υπόψη ότι στη φύση τα α. ενός οργανισμού πολύ συχνά αποτελούν πολύτιμη πρώτη ύλη για έναν άλλο. Τα φυτά, για παράδειγμα, αποβάλλουν με τη φωτοσύνθεση ως α. το οξυγόνο, χωρίς το οποίο δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί η ζωή. Κατ’ αναλογία, με την αναπνοή οι οργανισμοί παράγουν διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο χρησιμοποιούν τα φυτά κατά τη φωτοσύνθεση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα κόπρανα, τα οποία αποτελούν πολύτιμη πρώτη ύλη για πολλά είδη κοπροφάγων εντόμων. Υπό κανονικές συνθήκες λοιπόν τα βιολογικά α. δεν αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα, γιατί ανακυκλώνονται με φυσικούς τρόπους, εκτός βέβαια από την περίπτωση που η ποσότητά τους ξεπεράσει κάποια όρια, όπως συμβαίνει με τα βιολογικά α. των μεγάλων πόλεων, δηλαδή χώρων που χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη πληθυσμιακή συγκέντρωση. Στην περίπτωση αυτή αποικοδομητές υπάρχουν, αλλά δεν επαρκούν, γιατί η ποσότητα των α. ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Ένα τελείως διαφορετικό πρόβλημα θέτει η βιομηχανία, όχι μόνο γιατί παράγει τεράστιες ποσότητες α., αλλά και γιατί πολλά από αυτά είναι τεχνητές ουσίες που δεν μπορούν να διασπαστούν με φυσικό τρόπο σε απλούστερες ενώσεις, καθώς στη φύση δεν υπάρχουν κατάλληλα ένζυμα γι’ αυτό τον σκοπό.
Dictionary of Greek. 2013.